- ἐναντιωθῶ
- ἐναντιόομαιset oneself againstaor subj mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιτολμώ — ἀντιτολμῶ ( άω) (Α) τολμώ να εναντιωθώ σε κάποιον επίσης τολμηρό … Dictionary of Greek
υπεναντιούμαι — όομαι, Α [ὑπεναντίος] 1. κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να εναντιωθώ («ὑπεναντιόεσθαι τῷ νουσήματι μετὰ τοῡ ἰητροῡ», Ιπποκρ.) 2. εναντιώνομαι κρυφά 3. είμαι αντίθετος … Dictionary of Greek